υδρομετρικός

υδρομετρικός
-ή, -ό, Ν
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υδρομετρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρομετρία. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υδρομετρικός — ή, ό που έχει σχέση με την υδρομέτρηση (βλ. λ.): Yδρομετρικός έλεγχος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υδατομετρικός — ή, ό επίρρ. ά υδρομετρικός (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”